-ερός

-ερός
-ή, -ό (AM -ερός, -ά, -όν)
1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ.
2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το πατητήρι), καματερό (το βόδι), λαδερό (το δοχείο τού λαδιού κ.λπ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίθημα που χρησίμευσε στον σχηματισμό ονομάτων, κυρίως επιθέτων και μικρού αριθμού ουσιαστικών τής Ελληνικής. Η προέλευσή του είναι πιθ. ινδοευρωπαϊκή και απαντά παράλληλα προς το επίθημα -αρο- (πρβλ. ιερός-ιαρός, μιερός-μιαρός κ.ά.). Η εναλλαγή αυτή τών επιθημάτων σε διάφορες λέξεις δεν οφείλεται σε φωνητική μεταβολή μέσα στην Ελληνική, αλλά δείχνει απλώς τη συνύπαρξη και παράλληλη χρήση δύο μορφών επιθήματος. Το -ερός χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην ιωνική διάλεκτο (έναντι τού αττ. -αρος) και στους μεταγενέστερους χρόνους για τον σχηματισμό οξύτονων επιθέτων. (Μόνο το 1 / 5 τών ονομάτων σε -ερος είναι ουσιαστικά). Τα περισσότερα προήλθαν από ρηματικά αφηρημένα ουσιαστικά ή από ρήματα. Από αυτά άλλα έχουν παθητική σημ. (πρβλ. τραφερός «καλοθρεμμένος» < τρέφω, φοβερός, αρχ. «αυτός που κατέχεται από φόβο» < φόβος) και άλλα ενεργητική σημ. (πρβλ. βλαβερός < βλάβη, φθονερός < φθόνος, φοβερός, αυτός που προκαλεί φόβο» < φόβος, τρομερός < τρόμος κ.ά.)
Μετονοματικά, χωρίς ρηματική σύνδεση, είναι τα γλυκερός < γλυκύς, δροσερός < δρόσος, θολερός < θολός, < φλογερός < φλοξ.. Το επίθημα παρέμεινε στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό αρκετών επιθέτων που δηλώνουν κυρίως πλησμονή (πρβλ. αστραφτερός, βροχερός, ζουμερός, λαδερός κ.ά.), από τα οποία προήλθαν ουσιαστικά σε -ερο που σημαίνουν σκεύος (πρβλ. αλατερό, λαδερό, ξιδερό, τσαγερό κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔρος — 1 love masc nom sg ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρος — (I) ἔρος, ὁ (Α) ποιητ. τ. αντί έρως, βλ. έρωτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού έρως*]. (II) ἔρος, τὸ και ιων. τ. εἶρος (Α) (μόνο εν συνθέσει) το έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού είρος «ἐριο, μαλλί»] …   Dictionary of Greek

  • πολυδάηρ — έρος, ἡ, Α αυτή που έχει πολλούς γυναικάδελφους, πολλούς κουνιάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαήρ «κουνιάδος»] …   Dictionary of Greek

  • προπατήρ — έρος, ὁ, Α ο προπάτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πατήρ] …   Dictionary of Greek

  • συμπατήρ — έρος, ὁ, Μ [πατήρ] ο από κοινού πατέρας …   Dictionary of Greek

  • φιλομήτηρ — ερος, ὁ, ἡ, Α φιλομήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μήτηρ (< μήτηρ, βλ. λ. μητέρα), πρβλ. δυσ μήτηρ] …   Dictionary of Greek

  • φιλοπάτηρ — ερος, ὁ, ἡ, Α φιλοπάτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πάτηρ (< πατήρ*), πρβλ. ὁμο πάτηρ] …   Dictionary of Greek

  • φράτηρ — ερος, και δωρ. τ. φρατήρ, ήρος, και ιων. τ. φρήτηρ, ος, και φράτωρ, ορός, ὁ, Α 1. μέλος φράτρας 2. είδος μικρού πτηνού («τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ», Αιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφός» 4. φρ. α) «φύω φράτερας» ωριμάζω ως πολίτης, γίνομαι ώριμος… …   Dictionary of Greek

  • ἔρεα — ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔρεε — ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc dual (epic ionic) ἐρέω love pres imperat act 2nd sg (epic ionic) ἐρέω love imperf ind act 3rd sg (epic ionic) ῥέω flow imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”